banner

Σχεδιασμός - Δόμηση - Υλοποίηση - Υποστήριξη: Μηχανογράφηση Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά
© 2013. ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. All Rights Reserved.

Ανάρτηση Αποφάσεων

Σύστημα ανάρτησης αποφάσεων

Μητρώο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου

>

Η Εισαγγελία

Η Εισαγγελία είναι ανεξάρτητη  δικαστική Αρχή από  τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία. Δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.

Ο Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός (ισόβιος) που ασκεί εν ονόματι του κράτους την κατηγορία, εκπροσωπώντας την πολιτεία ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Στα ελληνικά ποινικά δικαστήρια ο Εισαγγελέας κάθεται δεξιά από τους δικαστές στην έδρα (αριστερά για τους από κάτω) και όταν αγορεύει σηκώνεται, γι' αυτό και οι Εισαγγελείς αποκαλούνται "ισταμένη δικαιοσύνη" σε αντίθεση με τους δικαστές, που αποκαλούνται "καθήμενη δικαιοσύνη". Ο Εισαγγελέας δεν πρέπει να συγχέεται με το δημόσιο κατήγορο, ο οποίος εκπροσωπεί την πολιτεία στα κατώτερα ποινικά δικαστήρια (πταισματοδικεία) και είναι συνήθως αξιωματικός της Αστυνομίας.

Μετέχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου, αγορεύει κατά την διεξαγωγή της δίκης, χωρίς όμως να δικαιούται να συμμετέχει στη σύσκεψη για την έκδοση της απόφασης, αν και μεριμνά για την εκτέλεσή της.

Ο Εισαγγελέας απολαύει κατά το Σύνταγμα λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.

Ο Εισαγγελέας προΐσταται των διωκτικών Αρχών (Αστυνομίας, Λιμενικού, Τελωνείου κλπ) στα πλαίσια της δίωξης αδικημάτων. Εποπτεύει τους δικαστικούς υπαλλήλους και βεβαιώνει τυχόν πειθαρχικά τους παραπτώματα και ασκεί την ποινική δίωξη είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ' έγκληση (κατόπιν μηνύσεως). Αν κάποιος έχει έννομο συμφέρον να προβούν οι διωκτικές αρχές σε κάποια πράξη, μπορεί να ζητήσει από τον Εισαγγελέα (συνήθως τον Εισαγγελέα υπηρεσίας) να εκδώσει εισαγγελική παραγγελία προς τις αρχές, που θα τις υποχρεώνει να προβούν σε ορισμένη πράξη. Ο εισαγγελέας διευθύνει την προανάκριση για κάθε αξιόποινη πράξη και έχει την εποπτεία της. Όταν διενεργείται αστυνομική προανάκριση, δηλαδή έχουν προστρέξει οι διωκτικές αρχές, ο παριστάμενος προανακριτικός υπάλληλος έχει την υποχρέωση να ενημερώσει ευθύς αμέσως τον αρμόδιο εισαγγελέα, που έχει το δικαίωμα να επιληφθεί προσωπικά της διεξαγωγής. Επίσης έχει το δικαίωμα να διενεργεί ο ίδιος κάθε προανακριτική πράξη, όπως λ.χ. τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, τη διενέργεια αυτοψίας, τη σύνταξη εγγράφων (έκθεση βεβαίωσης πλημμελήματος,έκθεση κατάσχεσης) κλπ. Σύμφωνα με τη νομολογία ο εισαγγελέας, κατα την δίωξη του εγκλήματος (να μην συγχέεται με την άσκηση ποινικής δίωξης) έχει το προβάδισμα έναντι κάθε άλλης αρχής. Στην περίπτωση κακουργήματος, μετα την άσκηση ποινικής δίωξης επακολουθεί η κύρια ή τακτική ανάκριση εκ μέρους του ανακριτή (δικαστής πρωτοδίκης).

Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία καμία απόφαση ποινικού δικαστηρίου που λαμβάνεται σε δημόσια συνεδρίαση ή συμβούλιο μπορεί να είναι έγκυρη αν προηγουμένως δεν έχει εκφέρει γνώμη ο Εισαγγελέας. Ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκεί έφεση και αναίρεση κατά αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων. Είναι ο μόνος που μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα κατά αθωωτικών αποφάσεων (αλλιώς επί βουλευμάτων, όπου μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα και ο πολιτικώς ενάγων, δηλ. το θύμα).

Τον Εισαγγελέα αντικαθιστά (αναπληρώνει) ο Αντεισαγγελέας χωρίς να είναι αναγκαία η μνημόνευση του κωλύματος υφισταμένου του αδιαίρετου της Εισαγγελικής Αρχής.

Ο Εισαγγελέας πρωταρχικό σκοπό έχει τη διαλεύκανση της υπόθεσης και όχι την καταδίκη του κατηγορουμένου. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, σε αντίθεση με άλλα δίκαια, στην Ελλάδα δεν μπορεί να την ανακαλέσει, αν στην πορεία αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται. Απαλλαγή του κατηγορουμένου θα γίνει τότε είτε από Δικαστικό Συμβούλιο κατά την προδικασία, αφού προηγηθεί σχετική πρόταση του εισαγγελέα, είτε στο ακροατήριο. Γι' αυτό και αν κατά τη διάρκεια της δίκης πειστεί ο Εισαγγελέας ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, οφείλει να ζητήσει από το Δικαστήριο την αθώωσή του.

Στις μεγάλες Εισαγγελίες (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη) ορίζονται εισαγγελείς που τελούν αποκλειστικά μέρος των καθηκόντων του εισαγγελέα. Έτσι υπάρχει ο Εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης, ο Εισαγγελέας Εκτέλεσης Ποινών, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων κλπ.

Ο Εισαγγελέας έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και στα πολιτικά δικαστήρια, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (αναγνώριση σωματείου, δικαστική συμπαράσταση, κήρυξη σε αφάνεια, άρνηση υποθηκοφύλακα να μεταγράψει συμβόλαιο κλπ.). Σε αυτές τις υποθέσεις εκπροσωπεί τα συμφέροντα της πολιτείας και μπορεί να ασκεί έφεση κατά δικαστικών αποφάσεων, αν θεωρεί ότι δεν εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος. Στον Άρειο Πάγο ο Εισαγγελέας του Αρειου Πάγου έχει πολύ ευρείες αρμοδιότητες στις αστικές υποθέσεις, καθώς έχει δικαίωμα ο ίδιος ή διά των Αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου να εισηγείται την άποψή του σε κάθε υπόθεση, αστική ή ποινική.

Η Εισαγγελία είναι ανεξάρτητη  δικαστική Αρχή από  τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία. Δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.

 

Ο Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός (ισόβιος) που ασκεί εν ονόματι του κράτους την κατηγορία, εκπροσωπώντας την πολιτεία ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Στα ελληνικά ποινικά δικαστήρια ο Εισαγγελέας κάθεται δεξιά από τους δικαστές στην έδρα (αριστερά για τους από κάτω) και όταν αγορεύει σηκώνεται, γι’ αυτό και οι Εισαγγελείς αποκαλούνται “ισταμένη δικαιοσύνη” σε αντίθεση με τους δικαστές, που αποκαλούνται “καθήμενη δικαιοσύνη”. Ο Εισαγγελέας δεν πρέπει να συγχέεται με το δημόσιο κατήγορο, ο οποίος εκπροσωπεί την πολιτεία στα κατώτερα ποινικά δικαστήρια (πταισματοδικεία) και είναι συνήθως αξιωματικός της Αστυνομίας.

 

Μετέχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου, αγορεύει κατά την διεξαγωγή της δίκης, χωρίς όμως να δικαιούται να συμμετέχει στη σύσκεψη για την έκδοση της απόφασης, αν και μεριμνά για την εκτέλεσή της.

 

Ο Εισαγγελέας απολαύει κατά το Σύνταγμα λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.

 

Ο Εισαγγελέας προΐσταται των διωκτικών Αρχών (Αστυνομίας, Λιμενικού, Τελωνείου κλπ) στα πλαίσια της δίωξης αδικημάτων. Εποπτεύει τους δικαστικούς υπαλλήλους και βεβαιώνει τυχόν πειθαρχικά τους παραπτώματα και ασκεί την ποινική δίωξη είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ έγκληση (κατόπιν μηνύσεως). Αν κάποιος έχει έννομο συμφέρον να προβούν οι διωκτικές αρχές σε κάποια πράξη, μπορεί να ζητήσει από τον Εισαγγελέα (συνήθως τον Εισαγγελέα υπηρεσίας) να εκδώσει εισαγγελική παραγγελία προς τις αρχές, που θα τις υποχρεώνει να προβούν σε ορισμένη πράξη. Ο εισαγγελέας διευθύνει την προανάκριση για κάθε αξιόποινη πράξη και έχει την εποπτεία της. Όταν διενεργείται αστυνομική προανάκριση, δηλαδή έχουν προστρέξει οι διωκτικές αρχές, ο παριστάμενος προανακριτικός υπάλληλος έχει την υποχρέωση να ενημερώσει ευθύς αμέσως τον αρμόδιο εισαγγελέα, που έχει το δικαίωμα να επιληφθεί προσωπικά της διεξαγωγής. Επίσης έχει το δικαίωμα να διενεργεί ο ίδιος κάθε προανακριτική πράξη, όπως λ.χ. τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, τη διενέργεια αυτοψίας, τη σύνταξη εγγράφων (έκθεση βεβαίωσης πλημμελήματος,έκθεση κατάσχεσης) κλπ. Σύμφωνα με τη νομολογία ο εισαγγελέας, κατα την δίωξη του εγκλήματος (να μην συγχέεται με την άσκηση ποινικής δίωξης) έχει το προβάδισμα έναντι κάθε άλλης αρχής. Στην περίπτωση κακουργήματος, μετα την άσκηση ποινικής δίωξης επακολουθεί η κύρια ή τακτική ανάκριση εκ μέρους του ανακριτή (δικαστής πρωτοδίκης).

 

Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία καμία απόφαση ποινικού δικαστηρίου που λαμβάνεται σε δημόσια συνεδρίαση ή συμβούλιο μπορεί να είναι έγκυρη αν προηγουμένως δεν έχει εκφέρει γνώμη ο Εισαγγελέας. Ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκεί έφεση και αναίρεση κατά αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων. Είναι ο μόνος που μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα κατά αθωωτικών αποφάσεων (αλλιώς επί βουλευμάτων, όπου μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα και ο πολιτικώς ενάγων, δηλ. το θύμα).

 

Τον Εισαγγελέα αντικαθιστά (αναπληρώνει) ο Αντεισαγγελέας χωρίς να είναι αναγκαία η μνημόνευση του κωλύματος υφισταμένου του αδιαίρετου της Εισαγγελικής Αρχής.

 

Ο Εισαγγελέας πρωταρχικό σκοπό έχει τη διαλεύκανση της υπόθεσης και όχι την καταδίκη του κατηγορουμένου. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, σε αντίθεση με άλλα δίκαια, στην Ελλάδα δεν μπορεί να την ανακαλέσει, αν στην πορεία αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται. Απαλλαγή του κατηγορουμένου θα γίνει τότε είτε από Δικαστικό Συμβούλιο κατά την προδικασία, αφού προηγηθεί σχετική πρόταση του εισαγγελέα, είτε στο ακροατήριο. Γι’ αυτό και αν κατά τη διάρκεια της δίκης πειστεί ο Εισαγγελέας ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, οφείλει να ζητήσει από το Δικαστήριο την αθώωσή του.

 

Στις μεγάλες Εισαγγελίες (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη) ορίζονται εισαγγελείς που τελούν αποκλειστικά μέρος των καθηκόντων του εισαγγελέα. Έτσι υπάρχει ο Εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης, ο Εισαγγελέας Εκτέλεσης Ποινών, ο Εισαγγελέας Ανηλίκων κλπ.

 

Ο Εισαγγελέας έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και στα πολιτικά δικαστήρια, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (αναγνώριση σωματείου, δικαστική συμπαράσταση, κήρυξη σε αφάνεια, άρνηση υποθηκοφύλακα να μεταγράψει συμβόλαιο κλπ.). Σε αυτές τις υποθέσεις εκπροσωπεί τα συμφέροντα της πολιτείας και μπορεί να ασκεί έφεση κατά δικαστικών αποφάσεων, αν θεωρεί ότι δεν εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος. Στον Άρειο Πάγο ο Εισαγγελέας του Αρειου Πάγου έχει πολύ ευρείες αρμοδιότητες στις αστικές υποθέσεις, καθώς έχει δικαίωμα ο ίδιος ή διά των Αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου να εισηγείται την άποψή του σε κάθε υπόθεση, αστική ή ποινική.

 

Εισαγγελέας γίνεται κανείς αφού έχει σπουδάσει νομικά και αφού εισαχθεί με εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Μετά από φοίτηση 18 μηνών αποφοιτά ως εισαγγελικός πάρεδρος. Οι βαθμοί της ιεραρχίας είναι:

  • Εισαγγελικός Πάρεδρος
  • Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών
  • Εισαγγελέας Πρωτοδικών
  • Αντεισαγγελέας Εφετών
  • Εισαγγελέας Εφετών
  • Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
  • Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι Εισαγγελείς και Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου δε γίνονται αποκλειστικά Εισαγγελείς Εφετών, αλλά και δικαστές (Πρόεδροι Εφετών, Αρεοπαγίτες), λόγω των αυξημένων αρμοδιοτήτων του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις αστικές υποθέσεις. Είναι η μόνη βαθμίδα στην οποία επιτρέπεται μετάταξη από δικαστή σε εισαγγελέα, η οποία κατά τα άλλα απαγορεύεται. 

 

Πηγή: “ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 

 

Δικαστικοί υπάλληλοι είναι οι υπάλληλοι της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και οι υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. 

 

Ο δικαστικός υπάλληλος διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια απόφαση ο διοριζόμενος τοποθετείται σε γραμματεία ή υπηρεσία δικαστηρίου ή εισαγγελίας.

 

Η τοποθέτηση του δικαστικού υπαλλήλου γίνεται ύστερα από απόφαση του οικείου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, εκτός αν η διαδικασία, με βάση την οποία επιλέγεται ο διοριζόμενος, αφορά την πλήρωση θέσεων στη γραμματεία ή υπηρεσία ορισμένου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή αν κατά τη διαδικασία αυτή καθορίζεται κατά τρόπο υποχρεωτικό η θέση, την οποία θα καταλάβει ο επιλεγόμενος.

 

Οι υπάλληλοι των δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους ορκίζονται ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, σε δημόσια συνεδρίαση. Οι υπάλληλοι της γραμματείας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ορκίζονται ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Η ορκωμοσία βεβαιώνεται με πρακτικό. Η ανάληψη υπηρεσίας πιστοποιείται με έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας, στην οποία τοποθετείται ο δικαστικός υπάλληλος.

 

Πηγή: “ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

 

 

Σύνταγμα της Ελλάδος, άρθρο 92
Οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι μόνιμοι. Μπορεί να παυθούν μόνο με δικαστική απόφαση εξαιτίας ποινικής καταδίκης, ή με απόφαση δικαστικού συμβουλίου για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια που βεβαιώνονται, όπως νόμος ορίζει.
Νόμος ορίζει τα προσόντα των υπαλλήλων της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και τα σχετικά με την κατάστασή τους γενικά.


Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών υπαλλήλων ενεργούντι ύστερα από σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικοκύς υπαλλήλους, όπως νόμος ορίζει. Η πειθαρχική εξουσία στούς δικαστικούς υπαλλήλους ασκείται από τους ιεραρχικά προϊσταμένους τους δικαστές ή εισαγγελείς ή επιτρόπους ή υπαλλήλους, καθώς και από υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Κατά των αποφάσεων που αφορούν μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των δικαστικών συμβουλίων, επιτρέπεται προσφυγή, όπως νόμος ορίζει.

 

Πηγή: “ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ